τριαδικός

τριαδικός
-ή, -ό / τριαδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τριάς, -άδος]
1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» — οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια αναφερόμενα στην Αγία Τριάδα)
νεοελλ.
1. χημ. σύστημα τριών σωμάτων, όπως είναι λ.χ. μια χημική ένωση αποτελούμενη από τρία στοιχεία ή ένα μίγμα που σχηματίζεται από τρία συστατικά
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Τριαδικοί
θρησκευτικό τάγμα τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Μαθά και τον Φήλικα Βαλονά το 1198
3. φρ. α) «τριαδικό σύστημα»
στρ. σύστημα οργάνωσης τού στρατού, σύμφωνα με το οποίο κάθε στρατιωτική μονάδα απαρτίζεται από τρεις αμέσως κατώτερες μονάδες
β) «τριαδική περίοδος» ή, απλώς, «το τριαδικό»
γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν τα πετρώματα τού ομώνυμου συστήματος, αλλ. τριάσια περίοδος
γ) «τριαδική διάπλαση στρωμάτων»
γεωλ. η πρώτη και αρχαιότερη από τις τρεις διαπλάσεις στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων, αλλ. τριάσια διάπλαση στρωμάτων
μσν.
(το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ τριαδικόν, τὰ τριαδικά
τροπάριο ή τροπάρια στην Αγία Τριάδα
αρχ.
1. αυτός που περιλαμβάνεται σε μία τριάδα
2. (στη μετρική) αυτός που συνίσταται από τρεις περιόδους.
επίρρ...
τριαδικῶς Α
κατά τριάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριαδικός — of three masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την τριάδα. 2. αυτός που έχει σχέση με την Αγία Τριάδα: Τριαδικά τροπάρια. 3. ο πληθ. του αρσ. ως ουσ., τριαδικοί, οι μοναχικό τάγμα της δυτικής Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριαδικά — τριαδικός of three neut nom/voc/acc pl τριαδικά̱ , τριαδικός of three fem nom/voc/acc dual τριαδικά̱ , τριαδικός of three fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικῶν — τριαδικός of three fem gen pl τριαδικός of three masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικόν — τριαδικός of three masc acc sg τριαδικός of three neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Троичны — (τριαδικός) церковные песнопения; общее содержание их прославление Пресв. Троицы. Они поются на утрени, когда после шестопсалмия и ектении поется: аллилуйя , и не поются при пении Бог Господь . Т. имеют отношение и к службе дня (напр., в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • τριαδικαί — τριαδικός of three fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικοί — τριαδικός of three masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικοῦ — τριαδικός of three masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικούς — τριαδικός of three masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”