- τριαδικός
- -ή, -ό / τριαδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τριάς, -άδος]1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» — οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια αναφερόμενα στην Αγία Τριάδα)νεοελλ.1. χημ. σύστημα τριών σωμάτων, όπως είναι λ.χ. μια χημική ένωση αποτελούμενη από τρία στοιχεία ή ένα μίγμα που σχηματίζεται από τρία συστατικά2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Τριαδικοίθρησκευτικό τάγμα τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Μαθά και τον Φήλικα Βαλονά το 11983. φρ. α) «τριαδικό σύστημα»στρ. σύστημα οργάνωσης τού στρατού, σύμφωνα με το οποίο κάθε στρατιωτική μονάδα απαρτίζεται από τρεις αμέσως κατώτερες μονάδεςβ) «τριαδική περίοδος» ή, απλώς, «το τριαδικό»γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν τα πετρώματα τού ομώνυμου συστήματος, αλλ. τριάσια περίοδοςγ) «τριαδική διάπλαση στρωμάτων»γεωλ. η πρώτη και αρχαιότερη από τις τρεις διαπλάσεις στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων, αλλ. τριάσια διάπλαση στρωμάτωνμσν.(το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ τριαδικόν, τὰ τριαδικάτροπάριο ή τροπάρια στην Αγία Τριάδααρχ.1. αυτός που περιλαμβάνεται σε μία τριάδα2. (στη μετρική) αυτός που συνίσταται από τρεις περιόδους.επίρρ...τριαδικῶς Ακατά τριάδες.
Dictionary of Greek. 2013.